mielipaha muilla kielillä
mielipaha kreikkaksi
mielipaha, pahanolontunne
οικτίρω, θλίβομαι, αποδοκιμάζω
tuntea mielipaha mielipahaa (+ elative), valittaa
δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, κακοφανισμός
οικτίρω, θλίβομαι, αποδοκιμάζω
δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, κακοφανισμός