huuto kreikkaksi

huuto

  1. τηλεφώνημα

viimeinen huuto

  1. κραυγή, αναφώνηση, ξεφωνητό

huuto

  1. καλώ, τηλεφωνώ

kutsu, kutsuhuuto

  1. καλώ sc=Grek

huuto

  1. καλώ sc=Grek

kutsu, kutsuhuuto

  1. τηλεφώνημα

huuto

  1. τηλεφώνημα

kutsu, kutsuhuuto

  1. επίσκεψη

huuto

  1. επίσκεψη

kutsu, kutsuhuuto

  1. κραυγή, αναφώνηση, ξεφωνητό

huuto

  1. κραυγή, αναφώνηση, ξεφωνητό

kutsu, kutsuhuuto

  1. κάλεσμα, πρόσκληση