riski muilla kielillä
riski kreikkaksi
sudenkuoppa; vaara, riski
κίνδυνος, ρίσκο
riski
διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο
διατρέχω τον κίνδυνος κίνδυνο, διακινδυνεύω
ottaa riski
κίνδυνος, πιθανότητα
riski
διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο
διατρέχω τον κίνδυνος κίνδυνο, διακινδυνεύω
ευκαιρία, πιθανότητα
ottaa riski
πιθανότητα, ενδεχόμενο