riski kreikkaksi

sudenkuoppa; vaara, riski

  1. κίνδυνος, ρίσκο

riski

  1. κίνδυνος

  2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο

  3. διατρέχω τον κίνδυνος κίνδυνο, διακινδυνεύω

ottaa riski

  1. κίνδυνος, πιθανότητα

  2. κίνδυνος

riski

  1. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο

  2. διατρέχω τον κίνδυνος κίνδυνο, διακινδυνεύω

  3. ευκαιρία, πιθανότητα

ottaa riski

  1. πιθανότητα, ενδεχόμενο