pilkata muilla kielillä
pilkata kreikkaksi
pilkata Jumalaa
περιγελώ, κοροϊδεύω
pitää pilkkanaan, pilkata, irvailla
λοιδορώ, χλευάζω, σαρκάζω, κοροϊδεύω
pilkata, ivata
χλευασμός, λοιδορία, σαρκασμός, κοροϊδία
περιγελώ, κοροϊδεύω
λοιδορώ, χλευάζω, σαρκάζω, κοροϊδεύω
χλευασμός, λοιδορία, σαρκασμός, κοροϊδία