kirottu kreikkaksi

kirottu, mokoma

  1. επάρατος, καταραμένος

kirottu

  1. επάρατος, καταραμένος, επικατάρατος

  2. καταραμένος sc=Grek

kirottu, pahus pahuksen

  1. κοκκινωπός, ρόδινος, ερυθρός