oikeustapaus kreikkaksi

oikeustapaus

  1. υπόθεση

  2. πλαίσιο, περίβλημα, κάσα

  3. κρούσμα sc=Grek, περιστατικό sc=Grek

  4. περίπτωση sc=Grek, περίσταση sc=Grek