valli kreikkaksi

valli

  1. προφυλακτήρας

rantavalli

  1. κοιλάδα

valli

  1. μαξιλάρι

  2. σπόντα

keko, kasa, valli, penkka

  1. τράπεζα, υποκατάστημα

valli

  1. τράπεζα, υποκατάστημα

  2. καταθέτω

  3. συστοιχία