tila kreikkaksi

henkilökohtainen tila, henkilökohtainen alue

  1. καθεστώς sc=Grek, στάτους κβο

  2. καθεστώς sc=Grek, στάτους κβο

asiakas asiakkaan tila tiloissa; asennuspaikka asennuspaikalla, työmaalla

  1. ακίνητο, ακίνητη περιουσία

tila-auto

  1. διαθέσιμος χώρος, χώρος

tyhjä tila

  1. διαθέσιμος χώρος, χώρος

  2. όρος

tyhjätilamerkki

  1. κατάσταση

status quo, vallitseva tila, nykyinen tilanne

  1. κατάσταση

  2. κράτος, καθεστώς

antaa periksi, tehdä tehdä tila tilaa

  1. κατάσταση

tila, alue

  1. κράτος, καθεστώς

  2. κατάσταση

vointi, tila, olo

  1. δηλώνω

tila

  1. διατυπώνω, εκθέτω

  2. δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα

  3. αίθουσα

  4. μέχρι, έως, ίσαμε, ώσπου, ωσότου

  5. χώρος, διάστημα

  6. διάστημα

  7. χώρος

  8. χώρος, διάστημα

  9. διάστημα

tila, tilanne

  1. χώρος

tila

  1. ιδιοκτησία (idioktisía)

  2. κτήμα

  3. ιδιοκτησία (idioktisía)