sillä välin kreikkaksi

sillä välin

  1. εν τω μεταξύ

sillä aikaa, sillä välin

  1. κάτι τρέχει στα γύφτικα, χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι

kun, sillä välin, kun

  1. αφού

  2. όσο, σαν

  3. όσο

  4. ως, σαν

  5. το ίδιο, τόσο...όσο = as...as (Είσαι τόσο ψηλός όσο και εγώ = You are as tall as I am)

  6. όπως

  7. μοναδικός, μόνος