seurakunta kreikkaksi

seurakunta

  1. ενοριακός ναός, ενοριακή εκκλησία

  2. ενορία

  3. ενορία

  4. εκκλησίασμα

juutalainen seurakunta

  1. εκκλησία, ναός

kirkko, seurakunta

  1. λειτουργία

  2. λειτουργία

  3. λειτουργία