loma muilla kielillä
loma kreikkaksi
loma
lomalupa
lomautus
παύση (páfsi)
myöntää loma
loma
loma, vapaapäivä
διακοπές p
lomailla, viettää loma lomaaloma
διαγράφομαι, διαφαίνομαι, ξεπροβάλλω
loma
χωλός, κουτσός
παύση (páfsi)
διακοπές p
διαγράφομαι, διαφαίνομαι, ξεπροβάλλω
χωλός, κουτσός