liike kreikkaksi

kineettinen energia, liike-energia

  1. κίνηση

liike

  1. κίνηση

  2. εξάρτυση

  3. ελιγμός

  4. ελίσσω

  5. ρυθμός (rythmós)

  6. ιδιοστροφορμή

  7. εταιρεία, εταιρία

edestakainen edestakainen liike

  1. συντροφιά

liike

  1. συντροφικότητα, παρέα, φιλία

  2. λόχος sc=Grek

manööveri, liike

  1. εταιρεία, εταιρία

ele, liike

  1. συντροφικότητα, παρέα, φιλία

liike, jalkatyö

  1. εταιρεία, εταιρία