kohdella kreikkaksi

kohdella kaltoin

  1. κατάχρηση

  2. διαπραγματεύομαι

väärinkäyttää (sthg), kohdella väärin (sbd)

  1. φέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

parjata, haukkua, dissata (slangi/puhekieli)

  1. υποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός treating doctor