kilpailu kreikkaksi

kilpailu

  1. ανταγωνισμός, συναγωνισμός, άμιλλα

  2. ανταγωνισμός sc=Grek, athletics συναγωνισμός sc=Grek

kilpailu, kisa

  1. διαγωνισμός

hevoskilpailu, ajot p

  1. συναγωνισμός

kilpailu

  1. διαγωνισμός

  2. εθνικός

kansallinen kilpailu

  1. φυλή

kilpailu, kilpa

  1. φυλή