juliste kreikkaksi

juliste, mainosjuliste

  1. ράμφος

juliste

  1. χαϊδολογιέμαι

  2. νομοσχέδιο

  3. εκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό