huolimatta kreikkaksi

siitä huolimatta

  1. εντούτιος

riippumatta, huolimatta, katsomatta

  1. ούτως ή άλλως, όπως και να έχει, εν πάση περιπτώσει, έτσι κι αλλιώς

kuitenkin, siitä huolimatta, yhtä kaikki

  1. παρά

huolimatta

  1. ωστόσο, μολαταύτα, μολοντούτο, παρ' όλα αυτά, εν τούτοις

siitä huolimatta

  1. κατόπιν, ύστερα, έπειτα