alle kreikkaksi

työntää alle

  1. παρά τις αντιξοότητες, παρ' όλες τις αντιξοότητες, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά

työntyä alle

  1. στα τέσσερα sc=Grek

vyö vyön alle

  1. κυνήγι μάγισσα μαγισσών

  2. στη χάση και στη φέξη

  3. όλα μαζί

  4. γενικά

alla, alta, alle, alapuolella, alapuolelta, alapuolelle

  1. αναχωρώ

alle, alapuolelle

  1. πάντα, πάντοτε

alla static, alle moving, alapuoli alapuolella static, alapuoli alapuolelle moving

  1. ταχύτητα

alle, halpa halvempi

  1. ταχύτητα

päärme, palle, helma

  1. πάνω