allas kreikkaksi

juoma-allas

  1. εφίδρωση

pesuallas fixed; pesuvati movable

  1. λεκάνη απορροής

allas, valuma-alue

  1. πρόσληψη, εργοδοσία, εργοδότηση

allas

  1. απασχόληση, εργασία

pesuallas fixed; pesuvati movable

  1. επιμελητήριο, διασκεπτήριο

allas, valuma-alue

  1. θάλαμος, εντευκτήριο, αίθουσα

allas

  1. θαλάμη

kammio; allas lock chamber; pesä furnace chamber

  1. εργασία, olloquial δουλειά

lampi, allas

  1. εργασία