συνουσία kreikasta suomeksi

διακοπτόμενη συνουσία sc=Grek

  1. keskeytetty yhdyntä

συνουσία

  1. sukupuoliyhdyntä

πρωκτική συνουσία, πρωκτικό σεξ

  1. anaaliseksi

τράβηγμα olloquial, διακοπτόμενη συνουσία

  1. keskeytetty yhdyntä

ένωση, συνουσία

  1. avioliitto, liitto

συνουσία, έρωτας, σεξ

  1. yhdyntä