yhdyntä kreikkaksi

yhdyntä of humans, seksuaalinen kanssakäyminen of humans, formal; parittelu of animals

  1. διακοπτόμενη συνουσία sc=Grek

  2. ανάληψη, ανάκληση

  3. τράβηγμα olloquial, διακοπτόμενη συνουσία

  4. στερητικό σύνδρομο

keskeytetty yhdyntä

  1. απόσυρση, αποχώρηση

sukupuoliyhdyntä, yhdyntä

  1. αρμός, άρθρωση, ένωση, σύνδεσμος

  2. συνουσία, έρωτας, σεξ

keskeytetty yhdyntä

  1. συνουσιάζομαι