αστυνομικός kreikasta suomeksi

αστυνομικός ερευνητής, ερευνητής

  1. etsivä

  2. etsivä

αστυνομικός, αστυφύλακας, αστυνόμος, αστυνόμος, αστυφύλακας

  1. poliisi