poliisi kreikkaksi

poliisi, poliisivoimat p

  1. ομοσπονδιακός

  2. ομοσπονδιακός

liittovaltio liittovaltion poliisi

  1. αστυνομικός, αστυφύλακας, αστυνόμος, αστυνόμος, αστυφύλακας

  2. αστυνομία