ymmärrettävä muilla kielillä
ymmärrettävä kreikkaksi
ymmärrettävä
νοητός, καταληπτός
απτός, αισθητός sc=Grek, χειροπιαστός sc=Grek
ενυπόστατος sc=Grek
αντιληπτός sc=Grek
νοητός, καταληπτός
απτός, αισθητός sc=Grek, χειροπιαστός sc=Grek
ενυπόστατος sc=Grek
αντιληπτός sc=Grek