yksikkö muilla kielillä
yksikkö kreikkaksi
motorinen yksikkö
yksikkö
μονάδα, συγκρότημα
yksikkö yksikkö-
yksikkö, osasto
yksikkö
κομμάτι, τεμάχιο
yksikkö, osasto
μονάδα, συγκρότημα
yksikkö
in compounds yksikkö yksikkö-
δόγμα, religion θρήσκευμα
yksikkö
yksikkö yksikkö-
τμήμα, διεύθυνση, κλάδος, υπηρεσία
yksikkö, osasto
περιφέρεια, περιοχή
yksikkö
τμήμα, διεύθυνση, κλάδος, υπηρεσία
yksikkö, osasto
περιφέρεια, περιοχή
τμήμα, διεύθυνση, κλάδος, υπηρεσία
yksikkö
περιφέρεια, περιοχή
τμήμα, διεύθυνση, κλάδος, υπηρεσία
περιφέρεια, περιοχή