yhtiö kreikkaksi

avoin yhtiö

  1. εταιρία, οργανισμός, συντεχνία, σωματείο, συνεταιρισμός

keskinäinen yhtiö

  1. εταιρία, οργανισμός, συντεχνία, σωματείο, συνεταιρισμός

holding-yhtiö

  1. εταιρία, οργανισμός, συντεχνία, σωματείο, συνεταιρισμός

yhtiö yhtiö-, yritys yritys-

  1. ετικέτα sc=Grek

yhtiömuotoinen, yhtiöitetty

  1. ταμπέλα sc=Grek

yhtiö yhtiö-, yritys yritys-

  1. κολλάω ετικέτα sc=Grek

yhtiömuotoinen, yhtiöitetty

  1. φοράω την ταμπέλα sc=Grek, κατατάσσω σε sc=Grek, βαφτίζω sc=Grek

yhtiö

  1. συντροφιά

  2. λόχος sc=Grek

  3. συντροφιά

levy-yhtiö

  1. συντροφιά

yhtiö

  1. εταιρεία, εταιρία

  2. λόχος sc=Grek