yhteinen kreikkaksi

yhteinen esi-isä

  1. περιληπτικός

pienin yhteinen nimittäjä

  1. περιληπτικό όνομα, περιληπτική έννοια

  2. συλλογικότητα

yhteinen yhteinen piirre

  1. περιληπτικό όνομα, περιληπτική έννοια

yhteinen

  1. αμοιβαίος, κοινός

  2. κοινός

  3. αρμός

  4. τσιγαριλίκι vanhentunut ilmaisu, (slangi/puhekieli), μπάφος (slangi/puhekieli), γάρο (slangi/puhekieli), κέρατο (slangi/puhekieli)

jaettu, yhteinen

  1. κοινός, συνηθισμένος

yhteinen

  1. κοινός, συνηθισμένος