wc-istuin kreikkaksi

wc-istuin

  1. τουαλέτα

wc-istuin, vessanpönttö, wc-pönttö, pönttö

  1. τουαλέτα, μπάνιο, λουτρό, καμπινές, αποχωρητήριο, απόπατος, αφοδευτήριο