vastustaa kreikkaksi

vastustaa

  1. ανθίσταμαι

  2. αντιστέκομαι, ανθίσταμαι

  3. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι

kestää, vastustaa

  1. αντέχω

vastustaa

  1. διαμαρτύρομαι

  2. χαλινάρι

  3. διαγωνισμός

  4. διένεξη, έριδα, διαμάχη

vastustaa, protestoida

  1. εξαιρώ

  2. εκτός, εξαιρούμενος εξαιρούμενου

vastustaa

  1. αντικείμενο

to call into question kyseenalaistaa, kritisoida, to oppose vastustaa

  1. αρσενικό ελάφι