vara- kreikkaksi

vara-amiraali

  1. θερινό ηλιοστάσιο

vara-

  1. καβαλέτο

  2. προϊόν

vara vara-

  1. τελευταίος, πρόσφατος

apulais-, vara- gloss near equal

  1. καλαπόδι

apulais-, vara-, ulko-

  1. τελευταίος, τελικός, ύστατος

apu-, vara-, avustava, apulais-

  1. υπερηφάνεια

  2. υπεροψία, περιφρόνηση, εγωισμός, οίηση