vanki kreikkaksi

entinen vanki

  1. καταδικάζω

tuomittu, vanki, rangaistusvanki

  1. εξόριστος, κατάδικος

vanki

  1. τρόφιμος

  2. κρατούμενος, φυλακισμένος

  3. κρατούμενος, φυλακισμένος, δέσμιος

  4. μειονέκτημα, μείον, πλην

  5. απάτη, απατεωνιά

  6. ξεγελώ