vaikutus kreikkaksi

vaikutus vaikutuksen alainen alaisena, humalassa, aineissa

  1. επιρροή

  2. επιρροή, επήρεια

vaikutus, vaikutusvalta

  1. επιρροή

vaikutus

  1. επιρροή

  2. επηρεάζω

  3. αποτέλεσμα, επίδραση, πραγματοποίηση

iskuvaikutus, törmäys, isku

  1. φαινόμενο

vaikutus

  1. εκτελώ, αποτελώ, φέρνω αποτέλεσμα

hoito, hoitava vaikutus

  1. εκτελώ, αποτελώ, φέρνω αποτέλεσμα