vääristely kreikkaksi

vääristäminen, vääristely

  1. διαστρέβλωση, παραμόρφωση

vääristely

  1. διαστρέβλωση, παραποίηση, διαστροφή

vääristäminen, vääristely

  1. διαστρέβλωση, παραμόρφωση

vääristely

  1. διαστρέβλωση, παραποίηση, διαστροφή

herjaus, vääristely, panettelu

  1. l el στρίβω