umpimähkäinen kreikkaksi

of a person harkitsematon, sokea, arvostelukyvytön, of an action harkitsematon, umpimähkäinen, sokea, silmitön

  1. adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο