toisinaan kreikkaksi

joskus, välillä, välistä, toisinaan

  1. περιστασιακά, πού και πού

toisinaan, ajoittain, silloin tällöin, aika ajoin

  1. από καιρό σε καιρό, από καιρού εις καιρόν idiomatic, πού και πού

  2. από καιρό σε καιρό, από καιρού εις καιρόν idiomatic, πού και πού

joskus, toisinaan

  1. ενίοτε, μερικές φορές, καμιά φορά