toffee kreikkaksi

toffee

  1. καραμέλλα

  2. μελικηρίς, μελιτόκηρον sc=Grek, μελόπηττα sc=Grek, κηρήθρα, μελισσοκόμικος sc=Grek

kova toffee

  1. ελαφρύ ξίφος ξιφασκίας

toffeekastike

  1. ματαιώνω

toffeenvärinen

  1. ιδιοστροφορμή

toffeenmakuinen

  1. γαβγίζω, αλυχτώ