tasainen kreikkaksi

sileä, tasainen

  1. αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής

jatkuva, tasainen

  1. αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής

  2. εξακολουθητικός sc=Grek

  3. σταθερά sc=Grek

jatkuva, tasainen, vakio-

  1. ίσος

vakaa, tasainen

  1. ομαλός, ομοιόμορφος

tasainen

  1. ομαλός, ομοιόμορφος

  2. επίπεδο

  3. επίπεδο

  4. επίπεδος, ίσος

  5. επίπεδο

  6. πλάτανος

  7. επίπεδος, ισόπεδος

  8. ύφεση