taivaallinen kreikkaksi

taivaallinen

  1. αστρικός

  2. ουράνιος

  3. αξιοσημείωτος, διακεκριμένος

  4. θεϊκός, θείος

  5. θεσπέσιος, θεϊκός, θαυμάσιος, θεϊκός

  6. μαντεύω

taivaallinen, jumalallinen, taivainen

  1. ουράνιος