taitava muilla kielillä
taitava kreikkaksi
taitava, taidokas
έμπειρος, επιτήδειος
pätevä, osaava, etevä, taitava
εμπειρογνώμων, εμπειροτέχνης, δεξιοτέχνης
taitava; sujuva (of language)
δυνάμενος, μπορώ να, είμαι ικανός να
έμπειρος, επιτήδειος
εμπειρογνώμων, εμπειροτέχνης, δεξιοτέχνης
δυνάμενος, μπορώ να, είμαι ικανός να