solmu kreikkaksi

Prusikin solmu, prusik

  1. κόμβος

solmu

  1. κόμβος

  2. αδιέξοδο, στάση

solmu, noodi

  1. κόμπος

solmu

  1. όζος, καρούμπαλο

solmukohta

  1. δένω κόμπος κόμπο

solmu

  1. ζαρώνω