sietokyky muilla kielillä
sietokyky kreikkaksi
kestävyys, sietokyky (kestävyys- when used attributively)
ψυχολογική αντοχή, ανθεκτικότητα
kestävyys, sietokyky
επανατακτικότητα, επαναπροσαρμοστικότητα, ελαστικότητα
ψυχολογική αντοχή, ανθεκτικότητα
επανατακτικότητα, επαναπροσαρμοστικότητα, ελαστικότητα