sietokyky kreikkaksi

kestävyys, sietokyky (kestävyys- when used attributively)

  1. ψυχολογική αντοχή, ανθεκτικότητα

kestävyys, sietokyky

  1. επανατακτικότητα, επαναπροσαρμοστικότητα, ελαστικότητα