sarja kreikkaksi

sarja

  1. πρόοδος

sarja, sarjateos

  1. σειρά

sarja

  1. σειρά sc=Grek, αλληλουχία sc=Grek

  2. σύνολο sc=Grek

joukko, sarja, nippu

  1. σύνολο sc=Grek

sarja-

  1. ακολουθία

sarja

  1. κύκλος

  2. κύκλος

  3. ποδηλατώ

  4. βάζω

  5. ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω

  6. ρυθμίζω, βάζω το ξυπνητήρι

sarja -sarja, rakennussarja, pakkaus

  1. στήνω

sarja, sekvenssi

  1. πήζω, στερεοποιούμαι

tapahtumasarja

  1. προκαθορισμένος, συγκεκριμένος

sarja

  1. αμετακίνητος, αμετάβλητος

  2. σύνολο

sarja, setti

  1. κύκλος, συνάφι olloquial, κλίκα olloquial

sarja, valikoima, lajitelma

  1. σκηνικό, πλατό

sarja, kuvio, kokoelma

  1. σετ