sähkövirta kreikkaksi

sähkövirta

  1. ηλεκτρικό ρεύμα, ρεύμα

  2. ηλεκτρικό ρεύμα, ρεύμα

  3. ηλεκτρικό ρεύμα, ρεύμα

  4. ρεύμα

virta, sähkövirta

  1. ρεύμα

  2. παρών, τρέχων, τωρινός