ryöstö kreikkaksi

ryöstö

  1. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαγουμίζω, κουρσεύω

väkivaltainen ryöstö

  1. πλιατσικολογώ, λεηλατώ

ryöstö act; ryöstely practice

  1. καταληστεύω

ryöstö

  1. πλιάτσικο, λεηλασία, λαφυραγώγηση, κούρσεμα, διαγούμισμα

ryöstö, keikka (slangi/puhekieli)

  1. λάφυρα-p, λεία