ryöstää kreikkaksi

ryöstää

  1. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαγουμίζω, κουρσεύω

  2. πλιατσικολογώ, λεηλατώ

  3. καταληστεύω

  4. πλιάτσικο, λεηλασία, λαφυραγώγηση, κούρσεμα, διαγούμισμα

ryöstää, sumuttaa; kusettaa (alatyylinen)

  1. αποστερώ

ryöstää, rosvota

  1. αργώ

ryöstää

  1. λεηλασία sc=Grek, πλιάτσικο sc=Grek, κούρσεμα sc=Grek, διαγούμισμα sc=Grek

  2. απάγω

  3. λεία sc=Grek, κλοπιμαία sc=Grek

  4. λεηλατώ sc=Grek, λαφυραγωγώ sc=Grek, πλιατσικολογώ sc=Grek