riskeerata kreikkaksi

vaarantaa, riskeerata

  1. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο

  2. διατρέχω τον κίνδυνος κίνδυνο, διακινδυνεύω