risk kreikkaksi

riskitön

  1. παρακινδυνευμένος

vaarallinen, riskaabeli

  1. κίνδυνος

vaihtosopimus luottotappioriskin vaihtosopimus

  1. διατρέχω τον κίνδυνος κίνδυνο, διακινδυνεύω

riski

  1. μακροπρόθεσμος

  2. στοίχημα

  3. επιχειρηματίας

vaarantaa, riskeerata

  1. τύχη

ottaa riski

  1. κίνδυνος, ρίσκο

  2. εμπόδιο

riski

  1. φράχτης, φράκτης με θάμνους

  2. διαλύτης sc=Grek

  3. διαλυτικός sc=Grek

vaarantaa, riskeerata

  1. αιμόσταση, αιμοστασία

ottaa riski

  1. αναλογιστής sc=Grek

  2. συγκέντρωση