rinne kreikkaksi

rinne

  1. πλαγιά

rinne, mäki

  1. εφαπτομένη, συντελεστής διεύθυνσης

rinne, pengerrys

  1. σχιστομάτης sc=Grek

rinne

  1. εφαπτομένη, συντελεστής διεύθυνσης