rehellinen kreikkaksi

rehellinen

  1. τίμιος, έντιμος

  2. κόσμιος, ευπρεπής

  3. της προκοπής

  4. ξανθός g gloss hair, ανοιχτός g gloss skin

  5. δίκαιος

  6. ίσιος, ευθύς

  7. σκέτος