raha raha- muilla kielillä
raha raha- kreikkaksi
raha raha-
λεηλατώ sc=Grek, λαφυραγωγώ sc=Grek, πλιατσικολογώ sc=Grek
ευημερία, προκοπή, ευπραγία
ξανά, πάλι
λεηλατώ sc=Grek, λαφυραγωγώ sc=Grek, πλιατσικολογώ sc=Grek
ευημερία, προκοπή, ευπραγία
ξανά, πάλι