raaka kreikkaksi

raaka-aine

  1. λάγνος

  2. ωμός, άψητος, αμαγείρευτος

raaka

  1. ακατέργαστος, ανεπεξέργαστος

  2. κτηνάνθρωπος, αγριάνθρωπος

käsittelemätön, raaka

  1. τραχύς

raaka, karkea

  1. άγριος

raaka

  1. άγριος, πρωτόγονος

  2. άγριος

  3. σκέτος